ἐγκονῶ

ἐγκονῶ
ἐγκονέω
to be quick and active
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐγκονέω
to be quick and active
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐγκονέω
to be quick and active
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
ἐγκονέω
to be quick and active
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εγκονώ — ἐγκονῶ ( έω) (AM) είμαι γρήγορος, σπεύδω, ενεργώ με βιασύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Θαμιστικό επιτατικό μεταρρηματικό παράγωγο με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας που συνδέεται μορφολογικά με το λατ. cōnor «προσπαθώ», όπως πιθ. το επικ. ποτέομαι με το πωτώμαι (… …   Dictionary of Greek

  • κατεγκονώ — κατεγκονῶ, έω (Α) (κατά τον Ησύχ.) επείγομαι, βιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐγκονῶ «επείγομαι»] …   Dictionary of Greek

  • κοναρός — κοναρός, ά, όν (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. δραστήριος, ενεργητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. με τη σημ. «δραστήριος, ενεργητικός» συνδέεται πιθ. με το ρ. ἐγκονῶ «είμαι γρήγορος, σπεύδω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”